παρένθεση,
η, ουσ.
[<μτγν. παρένθεσις], η παρένθεση· χαρακτηρίζει ειρωνικά τα πόδια του ατόμου
που έχουν καμπυλωτή κλίση προς την εξωτερική πλευρά, όπως είναι και η παρένθεση,
που είναι στραβά: «όμορφη κοπέλα, δε λέω, αλλά έχει κάτι πόδια σαν παρένθεση»·
- κατουράει
σε παρένθεση, ειρωνική αναφορά σε άτομο, που έχει στραβά πόδια: «θα
καταλάβεις αμέσως για ποιον σου λέω, γιατί κατουράει σε παρένθεση».